- ορείχαλκος
- ομεταλλικό κράμα χαλκού και κασσίτερου, αλλ. μπρούντζος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὀρείχαλκος — orichalcum masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… … Dictionary of Greek
ορειχαλκώνω — [ορείχαλκος] επιστρώνω επιφάνεια με ορείχαλκο … Dictionary of Greek
ὀρειχάλκοιο — ὀρείχαλκος orichalcum masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειχάλκου — ὀρείχαλκος orichalcum masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειχάλκους — ὀρείχαλκος orichalcum masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειχάλκῳ — ὀρείχαλκος orichalcum masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρείχαλκοι — ὀρείχαλκος orichalcum masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρείχαλκον — ὀρείχαλκος orichalcum masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… … Dictionary of Greek